Σύντομο ιστορικό του παλαιστινιακού ζητήματος

Η ίδρυση του σιωνιστικού κινήματος (1896)
Η κατάπνιξη της παλαιστινιακής αντίστασης (1939)
Το εβραϊκό κράτος ιδρύεται μέσα στις φλόγες και στο αίμα (1948)
Η εμφάνιση των ΗΠΑ στη σκηνή (1967)
Η πρώτη Ιντιφάντα (1987)
Η δεύτερη Ιντιφάντα (2000)


Η ίδρυση του σιωνιστικού κινήματος (1896)

Τα προβλήματα αρχίζουν για τους Παλαιστίνιους εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Το 1896 ένας εβραίος από την Αυστρία, ο Τέοντορ Χερτσλ, ιδρύει το σιωνιστικό κίνημα, το οποίο «θέλει να μετατρέψει την Παλαιστίνη σε εβραϊκό κράτος και, διακριτικά, να εκδιώξει τον αυτόχθονα πληθυσμό εκτός συνόρων». Το κίνημα αυτό οικοδομείται μέσα από τακτικά σιωνιστικά συνέδρια.

Οι πρώτες παλαιστινιακές διαμαρτυρίες αρχίζουν ήδη απ’ το 1897. Παλαιστίνιοι πρόκριτοι με επικεφαλής τον Μοχάμεντ Ταχέρ Χουσεϊνί, σχηματίζουν μια επιτροπή με στόχο να εμποδίσουν την αγορά γης από εβραίους. Ο πληθυσμός της Παλαιστίνης την εποχή εκείνη αποτελείται κατά 98% από Άραβες και η γη που ανήκει στους εβραίους είναι ελάχιστη.

Οι σιωνιστές οικοδομούν παραπέρα το κίνημά τους. Το 1899 εμφανίζεται στο Λονδίνο μια Εβραϊκή Αποικιακή Τράπεζα που θα μετονομαστεί σε Jewish Colonial Trust. Λειτουργεί ως εθνική τράπεζα σε όφελος του σιωνιστικού κινήματος. Εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα ως Bank Leumi Le–Yisrael και είναι η σημερινή εθνική τράπεζα του Ισραήλ.

Το 1901 ιδρύεται στο Μπαλ το Εθνικό Εβραϊκό Ταμείο και το 1920 το Ταμείο Ανοικοδόμησης. Το πρώτο εξειδικεύεται στην αγορά ακινήτων και το δεύτερο στη χρηματοδότηση έργων υποδομής. Και αυτά τα δύο Ταμεία εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους τόσο στο Ισραήλ όσο και στα κατεχόμενα, σε όφελος του εβραϊκού κράτους.

Και πάλι δεν αργεί να εκδηλωθεί η παλαιστινιακή αντίδραση. Οι εθνικιστές εκδίδουν δύο εφημερίδες και οικοδομούν το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα : την Αλ Καρμάλ (1909) και την Φαλαστίν (1911), καθώς και μια εταιρία για την ανάπτυξη της αραβικής Παλαιστίνης.

Το 1917 είναι μια σημαντική χρονιά καθώς οι Βρετανοί αποφασίζουν να τοποθετηθούν δημόσια με μια επίσημη διακήρυξη, την διακήρυξη Μπάλφουρ, υπέρ της ίδρυσης μιας «Εβραϊκής Εθνικής Εστίας» απ’ τους σιωνιστές.

Από το 1920 οι Βρετανοί μετατρέπουν την Παλαιστίνη σε αποικία. Η παλαιστινιακή αντίσταση δεν αργεί να εκδηλωθεί. Την 1η Μάη 1921 ξεσπάει μια σημαντική εξέγερση κατά της βρετανικής διοίκησης, αλλά και κατά του σιωνιστικού εποικισμού. Στις μάχες της Χάιφα και της Γιάφα που επακολουθούν έχουμε 95 νεκρούς και 219 τραυματίες.

Το 1929 οι εβραίοι έποικοι προσπαθούν για πρώτη φορά να καταλάβουν τους άγιους τόπους γύρω από το τζαμί Αλ Ακσά. Η γενική εξέγερση που ακολουθεί σε όλη την Παλαιστίνη έχει βαριές αιματηρές συνέπειες: 249 νεκρούς και 572 τραυματίες. Οι σιωνιστές δεν κατορθώνουν ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο των αγίων τόπων.

Η κατάπνιξη της παλαιστινιακής αντίστασης (1939)

Τα γεγονότα του 1929 θα υποδαυλίζουν για αρκετό καιρό το εθνικό κίνημα. Εμφανίζονται διάφορα εθνικιστικά κόμματα: το Κόμμα της Ανεξαρτησίας, το Κόμμα για την Άμυνα της Παλαιστινιακής Πατρίδας, και το Κόμμα των Παλαιστινίων Αράβων.

Το 1936 οι Παλαιστίνιοι καλούν σε γενική απεργία ενάντια στην αποικιοκρατία. Πρόκειται για την πιο μακρόχρονη απεργία στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Διαρκεί έξι μήνες και καταλήγει σε ανταρτοπόλεμο. Οι Παλαιστίνιοι κατορθώνουν να αποκτήσουν τον έλεγχο της υπαίθρου (εκτός των εβραϊκών εποικισμών) και καταλαμβάνουν τις σημαντικότερες πόλεις, ανάμεσα τους τη Χάιφα τη Γιάφα και το αρχαίο τμήμα της Ιερουσαλήμ.

Η πάλη αυτή δεν στρέφεται μόνο κατά της αποικιοκρατίας αλλά αποκτά και κοινωνικό περιεχόμενο. Υιοθετείται το σύνθημα «Η γη σ’ αυτούς που τη δουλεύουν και τα σπίτια σ’ αυτούς που τα κατοικούν»

Οι Βρετανοί στέλνουν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις για να δαμάσουν την εξέγερση και εξοπλίζουν τους εβραίους εποίκους, δημιουργώντας έτσι τις βάσεις για το μελλοντικό ισραηλινό στρατό. Ο Μοσέ Νταγιάν και ο Γιγκάλ Αλόν –αργότερα στρατηγοί και υπουργοί– παίρνουν τα πρώτα τους μαθήματα ως στρατιωτικοί.

Οι εβραίοι έποικοι ιδρύουν αντι–ανταρτικές μονάδες. Διεισδύουν τη νύχτα σε παλαιστινιακές περιοχές και εγκαθιστούν προκατασκευασμένα οχυρά: ένας ξύλινος πύργος περιτριγυρισμένος από ένα φράχτη με πασσάλους αποτελεί την υποδομή για ένα νέο κιμπούτς (αγροτική συνεταιριστική κοινότητα). Στη διάρκεια της παλαιστινιακής εξέγερσης ιδρύονται έτσι 53 κιμπούτς.

Το 1939 η εξέγερση υποκύπτει. Υπάρχουν 15.000 νεκροί και τραυματίες. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας των Παλαιστινίων αποτυχαίνει και η δύναμη κρούσης της παλαιστινιακής αντίστασης τσακίζεται για μερικές δεκαετίες.

Το εβραϊκό κράτος ιδρύεται μέσα στις φλόγες και στο αίμα (1948)

Οι σιωνιστές αξιοποιούν την αποτυχία της παλαιστινιακής εξέγερσης για να ετοιμάσουν την ανακήρυξη του δικού τους εβραϊκού κράτους. Δεν παραμελούν καμιά λεπτομέρεια. Η ίδρυση του κράτους τους γίνεται πάνω σε πτώματα. Το 1933 φτάνουν ακόμα και σε συμφωνίες με τους ναζί. Παίρνουν την εξουσιοδότηση να οργανώσουν στρατόπεδα εκπαίδευσης στην ίδια τη Γερμανία. Εκεί προετοιμάζουν τους Γερμανοεβραίους για να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη.

Μέσω μιας οικονομικής συμφωνίας, οι πλούσιοι Γερμανοεβραίοι παίρνουν την άδεια να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους στην Παλαιστίνη. Τότε μπαίνουν οι πρώτες βάσεις της μελλοντικής εβραϊκής βιομηχανίας.

Σ’ ό,τι αφορά τις πολιτικές ενστάσεις των μη σιωνιστών εβραίων που αποτελούν την πλειοψηφία εκείνη την εποχή, ο σιωνιστής ηγέτης Μπεν Γκουριόν, μελλοντικός πρωθυπουργός του Ισραήλ, τις σαρώνει ανάμεσα στ’ άλλα και εκφωνώντας λόγους όπως τον παρακάτω: «Αν μου έδιναν τη δύναμη να σώσω όλα τα παιδιά της Γερμανίας με τη φυγή τους στην Αγγλία ή να σώσω τα μισά από αυτά πηγαίνοντάς τα στην Παλαιστίνη, θα επέλεγα τη δεύτερη δυνατότητα». Τη φράση αυτή τη διατυπώνει λίγες μέρες μετά την περιβόητη «Νύχτα των κρυστάλλων» που οργάνωσαν οι ναζί.

Αυτό δεν εμποδίζει τους σιωνιστές να ισχυρίζονται μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ότι αυτοί είναι οι ηθικοί κληρονόμοι των εβραίων–θυμάτων του ναζισμού. Η μαζική μετανάστευση Ευρωπαίων εβραίων που οργανώνεται μετά τον πόλεμο οξύνει σε τέτοιο βαθμό την ένταση ανάμεσα στις δύο πληθυσμιακές ομάδες της Παλαιστίνης, ώστε ο ΟΗΕ, επεμβαίνοντας το 1947, προτείνει το διαμοιρασμό της περιοχής.

Εκείνη την εποχή οι εβραίοι αποτελούν το ένα τρίτο του πληθυσμού και δεν κατέχουν παρά το 7% των εδαφών. Η συμφωνία του διαμοιρασμού τους παραχωρεί το 60%. Το σχέδιο αυτό ήθελε να δημιουργήσει τρεις περιοχές: ένα αραβικό κράτος στο 40% των εδαφών με μια μειονότητα 10.000 εβραίων, μια διεθνή ζώνη γύρω από την Ιερουσαλήμ με μια μικρή πλειοψηφία Αράβων, και ένα εβραϊκό κράτος με μια μικρή πλειοψηφία εβραίων στα χαρτιά, επειδή στην πραγματικότητα είχαν ξεχάσει να συνυπολογίσουν στον υπόλοιπο αραβικό πληθυσμό τους Βεδουίνους Παλαιστίνιους.

Επρόκειτο δηλαδή για ένα «εβραϊκό» κράτος με μια αραβική πλειοψηφία. Οι Παλαιστίνιοι χαρακτηρίζουν το σχέδιο άδικο και το απορρίπτουν. Οι σιωνιστές θεωρητικά το αποδέχονται, αλλά στη διάρκεια του πολέμου που ακολουθεί το 1948 κατακτούν μια περιοχή πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτή που είχε προβλεφθεί αρχικά.

Ανακηρύσσουν μονομερώς την ανεξαρτησία και εκδιώκουν από το εβραϊκό κράτος την τεράστια πλειοψηφία των Παλαιστινίων που αποτελούν σήμερα τα τέσσερα εκατομμύρια των προσφύγων στην Ιορδανία, το Λίβανο και άλλες χώρες. Η νομοθεσία τους απαγορεύει την επιστροφή στους Άραβες, την ίδια ώρα που όλοι οι εβραίοι του κόσμου καλούνται «να επιστρέψουν στο Ισραήλ».

Η εμφάνιση των ΗΠΑ στη σκηνή (1967)

Με τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967 το Ισραήλ κατακτά ανάμεσα στ’ άλλα τη λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη. Ένα νέο κύμα Παλαιστινίων εκδιώκεται ενώ αρχίζει να αναπτύσσεται ένα νέο κίνημα αντίστασης και να οργανώνεται το αντάρτικο κατά του Ισραήλ. Πρόκειται μεταξύ άλλων για τη Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ (που θα ελέγξει και την PLO, Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), το Λαϊκό Μέτωπο και το Δημοκρατικό Μέτωπο. Θα δημιουργηθούν συνολικά δεκατέσσερις διαφορετικές οργανώσεις.

Με τον πόλεμο των έξι ημερών, το Ισραήλ αναδείχνεται σε σημαντική στρατιωτική δύναμη στη Μέση Ανατολή, πράγμα που προσελκύει το ενδιαφέρον των Αμερικανών. Όπως το Ιράν, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, έτσι και το Ισραήλ θα γίνει στο εξής στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ.

Το 1969 οι ΗΠΑ προωθούν το σχέδιο Ρότζερς, πρώτη προσπάθεια επιβολής μιας αμερικάνικης λύσης σ’ αυτό το ζήτημα. Το 1973 στη διάρκεια του τραγικού «μαύρου Σεπτέμβρη» ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας μακελεύει την παλαιστινιακή αντίσταση, που αναγκάζεται να ζητήσει καταφύγιο στο Λίβανο.

Στο εξής οι ΗΠΑ θ’ αρχίσουν ν’ ασχολούνται σε μόνιμη βάση με το ζήτημα. Όταν στη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβρης 1973) η Αίγυπτος θα ανακαταλάβει το Σινά απ’ το Ισραήλ, θα βάλουν σ’ εφαρμογή μια νέα διπλωματική επίθεση υπό την καθοδήγηση του Χένρι Κίσινγκερ. Είναι αυτός που φροντίζει να περάσει και η Αίγυπτος στο αμερικανικό στρατόπεδο.

Το 1976 οι Παλαιστίνιοι που είχαν παραμείνει στο Ισραήλ κινητοποιούνται μαζικά, για πρώτη φορά σε αντίθεση με τις νέες απαλλοτριώσεις εδαφών και ενάντια στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό απαρτχάϊντ που ασκείται σε βάρος τους. Αποτελούν το ένα πέμπτο του πληθυσμού, ενώ σε ορισμένες περιοχές όπως στην κεντρική Γαλιλαία είναι η πλειοψηφία. Οι Παλαιστίνιοι εκτός Ισραήλ υποστηρίζουν την εξέγερση.

Το 1978, στη διάρκεια της συνόδου κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ –που πήρε το όνομά της από μια εξοχική κατοικία του Αμερικανού πρόεδρου– οι ΗΠΑ προσπαθούν να προωθήσουν μια «ειρηνευτική διαδικασία» ανάμεσα στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέγκιν και τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σαντάτ. Η PLO δεν είχε προσκληθεί στις διαπραγματεύσεις, οι οποίες δεν καταλήγουν πουθενά για τους Παλαιστινίους.

Η πρώτη Ιντιφάντα (1987)

Στις 9 του Δεκέμβρη 1987 ξεσπά η Ιντιφάντα: οι κατεχόμενες περιοχές εξεγείρονται μαζικά. Για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της κατάστασης, το Ισραήλ αποφασίζει τέλος πάντων να διαπραγματευτεί με τον Γιασέρ Αραφάτ. Αρχίζει έτσι μια «διαδικασία ειρήνευσης». Οι πρώτες διαπραγματεύσεις γίνονται στη Μαδρίτη το 1991 και καταλήγουν το 1993 με την υπογραφή της συμφωνίας του Όσλο, που υπόσχεται κάποια μορφή αυτονομίας για τους Παλαιστινίους στα κατεχόμενα.

Το 1995 ακολουθεί η υπογραφή της δεύτερης συμφωνίας του Όσλο. Στη συμφωνία αυτή δεν προβλέπεται καμιά παλαιστινιακή κυριαρχία σε τμήμα της Παλαιστίνης, όπως λέγεται γενικά. Η παλαιστινιακή αρχή δεν παίρνει και δεν μπορεί ν’ ασκήσει εξουσία στα εδάφη,στο νερό, στους δρόμους ή στα σύνορα. Αποκτά αυτονομία μόνο σ’ ό,τι αφορά τους ανθρώπους, δηλαδή ένα τμήμα του παλαιστινιακού πληθυσμού (όχι τους εβραίους εποίκους) στα κατεχόμενα.

Για να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους, η εξουσία αυτή μπορεί να επιβάλλει κάποιους φόρους και να διατηρεί μια αστυνομική αρχή που να επιβάλλει το σεβασμό των συμφωνιών. Αυτές ωστόσο αναβάλλονται συνεχώς. Ακολουθούν πολλές «διαβουλεύσεις», λες και η «ειρηνευτική διαδικασία» θα ‘πρεπε να είναι μια θεραπεία αναδιαπαιδαγώγησης του Γιασέρ Αραφάτ: κάθε φορά που ανεβαίνει στο αεροπλάνο συνοδευόμενος από κάποιον Ισραηλινό πρωθυπουργό, τα ΜΜΕ μιλούν για μια ιστορική σύνοδο, ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, όταν οι δύο άνδρες κατεβαίνουν απ’ το αεροπλάνο οι δημοσιογράφοι μιλούν για μια χαμένη ευκαιρία.

Οι συμφωνίες του Όσλο αναθεωρούνται και αντικαθίστανται από τις συμφωνίες της Φυτείας Γουάϊ –μιας άλλης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ– το 1998 και το 1999, οι οποίες εφαρμόζονται κι αυτές με το σταγονόμετρο. Ακολουθεί μια νέα σύνοδος κορυφής στο Καμπ Ντέιβιντ που ούτε κι αυτή ρυθμίζει σπουδαία πράγματα.

Η δεύτερη Ιντιφάντα (2000)

Να ποια είναι η συγκεκριμένη κατάσταση στις αρχές του 2000. Η περιοχή όπου οι Παλαιστίνιοι μπορούν να ασκούν την αυτονομία τους σε ένα τμήμα του πληθυσμού αποτελεί το 60% της λωρίδας της Γάζας και ένα 10% της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη. Περιλαμβάνει τις 8 κυριότερες πόλεις και ένα μεγάλο τμήμα του παλαιστινιακού πληθυσμού. Η πραγματική κυριαρχία και η αποφασιστική εξουσία παραμένουν ωστόσο στα χέρια του Ισραήλ.

Υπάρχει ακόμα μια ενδιάμεση ζώνη που περιλαμβάνει 450 παλαιστινιακά χωριά στο 27% της Δυτικής Όχθης, όπου η παλαιστινιακή αρχή μπορεί να ενεργεί μόνο με τη συνοδεία (και κάτω απ’ τις διαταγές) της ισραηλινής στρατιωτικής διοίκησης.

Παραπέρα υπάρχει το 64% της Δυτικής Όχθης, όπου οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν κανένα λόγο και όπου το Ισραήλ εξακολουθεί να εγκαθιστά τους εποίκους του. Στην πραγματικότητα είναι κι εκεί ένα «Ισραήλ» όπου οι έποικοι ζουν κάτω από ισραηλινή διοίκηση.

Αν εξετάσουμε την τωρινή κατάσταση στο σύνολό της από παλαιστινιακή σκοπιά, μπορούμε να πούμε ότι ύστερα από μια δεκαετία «ειρηνευτικής διαδικασίας» το Ισραήλ εξακολουθεί να ελέγχει το 95% της ιστορικής Παλαιστίνης (το ίδιο το Ισραήλ, τη λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη).

Τα τέσσερα εκατομμύρια των Παλαιστινίων προσφύγων δεν πάρθηκαν ποτέ υπόψη στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Τα 2,5 εκατομμύρια των Παλαιστινίιων στα κατεχόμενα είναι δεμένοι χεροπόδαρα με μια συμβολική αυτονομία, ενώ ένα εκατομμύριο Ισραηλινών Παλαιστινίων είναι πολίτες 36ης κατηγορίας. Οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν καταλήξει πουθενά.

Αυτό είναι το συμπέρασμα και των ίδιων των Παλαιστινίων: έτσι ξεσπάει η Ιντιφάντα του Αλ Ακσά. Η νέα εξέγερση αυτή τη φορά δεν περιορίζεται στα κατεχόμενα, αλλά αγγίζει και τις παλαιστινιακές περιοχές στο εσωτερικό του Ισραήλ: Ουμ αλ Φαχάν, Ναζαρέτ, Γιάφα, Χάϊφα, ολόκληρη τη Γαλιλαία και τη Νεγκέβ.

Οι ισραηλινές «περιστερές της ειρήνης» καλούν ακόμα μια φορά σε κατάπαυση των συγκρούσεων. Ως παράδειγμα ο επί κεφαλής των εργατικών Σιμόν Πέρες εξαπολύει κεραυνούς κατά των Παλαιστινίων στη διάρκεια μιας τηλεοπτικής συνέντευξης στο BBC και τη βελγική τηλεόραση, και με φωνή που τρέμει από ψεύτικη συγκίνηση απευθύνει το ερώτημα: «Γιατί μας επιτίθενται, γιατί δεν θέλουν την ειρήνη και μας βομβαρδίζουν με πέτρες, γιατί μας υποχρεώνουν να απαντούμε με πυραύλους;»

Ο Πέρες και οι σοσιαλιστές αποτελούν προσωποποίηση της υποκρισίας. Οι σιωνιστές της δεξιάς και τα ΜΜΕ ξέρουν ότι ενώ αυτοί θα εφαρμόζουν μια σκληρή πολιτική χωρίς να λογαριάζουν τα προσχήματα, θα έχουν από δίπλα και την «αριστερά» για να τα σώζει. Ξεχνούν ωστόσο ότι το 1936–1939 ήταν οι σιωνιστές του Εργατικού Κόμματος (σοσιαλιστικού) που συνέβαλαν στο μακέλεμα της πάλης για ανεξαρτησία των Παλαιστινίων• ότι ακόμα ήταν αυτοί οι υπεύθυνοι για την κατοχή και τους εποικισμούς• και ότι είναι πάντα αυτοί οι ίδιοι οι σιωνιστές του Εργατικού Κόμματος που μετατρέπουν την «ειρηνευτική διαδικασία» σε μια γιγάντια φάρσα επειδή την περιορίζουν σε κάποιες διαπραγματεύσεις, την ίδια ώρα που προωθούν τους εποικισμούς και την καταπίεση. Οι Παλαιστίνιοι έχουν ακόμα μπροστά τους μια μακριά και δύσκολη πορεία αγώνων.